- παιωνισμός
- παιωνισμόςchanting of the paeanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιωνισμός — παιωνισμός, ὁ (Α) [παιωνίζω] το να ψάλλει κανείς παιάνα, παιανισμός … Dictionary of Greek
παιωνισμόν — παιωνισμός chanting of the paean masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)